Υπόθεση Θερινό Σινεμά
Κατά καιρούς έχουμε μιλήσει για τις τόσες πολλές εικόνες που ζωγραφίζει στο μυαλό μας η έβδομη τέχνη ανάλογα με την εποχή, τη διάθεση ή το είδος που (εξ)υπηρετεί αλλά όταν μεταφερόμαστε σε χώρους χωρίς ταβάνι, το λόγο, αρχικά, τον έχει το ίδιο το σινεμά σαν κατασκευή. Η κλασσική δομή της σκοτεινής αίθουσας ενισχύεται με τραπεζάκια, ευωδίες από λουλούδια, έναστρο ουρανό και τόσα άλλα που κλέβουν την παράσταση μέχρι να ξεκινήσει να παίζει η ταινία, τα οποία σου εγγυώνται ένα ευτυχισμένο δίωρο για το καλοκαίρι σου. Με λίγα λόγια, όταν αναφερόμαστε στο θερινό σινεμά ο νους μας πάει κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του περιβάλλοντα χώρου και αν αυτή ενισχύεται και από τον μετρ του είδους, Άλφρεντ Χίτσκοκ, εκεί είναι που οι μικρές χαρές της ζωής αποκτούν την πλήρη υπόστασή τους.
Ο πατέρας της Αλίσια Χούμπερμαν (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), όντας γερμανός κατάσκοπος στις ΗΠΑ που βρίσκεται υπό κράτηση, την «αναγκάζει» να λάβει μέρος σε μία αποστολή κατασκοπείας των Ναζί στο Ρίο Ντε Τζανέιρο όπου θα προσπαθήσει να εισβάλλει στη ζωή του παλιού της γνώριμου, Αλεξάντερ Σεμπάστιαν (Κλοντ Ρέινς), έτσι ώστε να αντλήσει πληροφορίες για το τι ετοιμάζουν οι πρώην συνεργάτες του πατέρα της και να εξιλεωθεί, κατά κάποιο τρόπο, για τα ατοπήματα του. Στο πλευρό της βρίσκεται μόνιμα ο αμερικάνος πράκτορας Ντέβλιν (Γκάρι Γκράντ), με τον οποίο αναπτύσσει μία σχέση πάθους που καθορίζει σε πολλά σημεία την εξέλιξη της υπόθεσης. Το σενάριο του Μπεν Χεχτ μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει απλοϊκό αλλά διαθέτει όλα τα κατάλληλα «πιασίματα» που χρειάζεται ο Χίτσκοκ για να μεγαλουργήσει, πετυχαίνοντάς το με το μοναδικό, χαρακτηριστικό του τρόπο.
Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να χαρακτηρίσει κάποιος την ταινία ως ένα τυπικό “love story”. Αν αυτή βρισκόταν στα χέρια κάποιου άλλου μπορεί και να εξελισσόταν σε τέτοιο, αλλά η πρωτοποριακή σκέψη του μεγάλου σκηνοθέτη χτίζει ένα πολυδιάστατο φιλμ. Η εξέλιξη της πλοκής είναι τέτοια που σε κάνει να αγωνιάς συνεχώς για την τύχη των πρωταγωνιστών, ενώ ο ρεαλισμός και ο κυνισμός που τη διακρίνουν, σε καμία περίπτωση δεν θα ταίριαζαν σε μια καθημερινή ιστορία αγάπης. Ο Χίτσκοκ φροντίζει με τα κινηματογραφικά του τρικ να μην αφήσεις νύχι για νύχι «αφάγωτο». Πρωτοποριακά πλάνα για την εποχή (ανάποδα, ζουμ σε κομβικά αντικείμενα με φόντο τους πρωταγωνιστές) αλλά και στιγμές αριστοτεχνικά στημένες έτσι ώστε να φλερτάρουν με την παράνοια και τον τρόμο, υπό μία ευρύτερη έννοια, δίνουν μία ξεχωριστή αύρα στην ταινία που τη βοηθούν να ξεφύγει αισθητικά από τη μέση αντίληψη.
Από την άλλη, τα πάντα διαπνέονται από μία αύρα κυνισμού με επίκεντρο, φυσικά, τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Αμφότεροι βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο συναισθημάτων το οποίο προσπαθούν να διαχειριστούν για να επιβιώσουν. Η Αλίσια επιτάσσεται να παρουσιαστεί οξυδερκής και πρόθυμη στην αποστολή της, καθοδηγούμενη από το πάθος της για τον πράκτορα Ντέβλιν, ο οποίος οφείλει να διατηρεί μία πιο αμυντική στάση απέναντί της λόγω της θέσης του, ενώ κατά βάθος αναγκάζεται να υποχωρεί σε πολλά σημεία έτσι ώστε όλα να έχουν ένα ευτυχές τέλος. Οι συγκρούσεις αυτές, όμως, δεν περιορίζονται στο κεντρικό ζευγάρι, καθώς τις συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις όπως αυτή του Αλεξάντερ με τη μητέρα του ή τους συνεργάτες του, και της αμερικάνικης υπηρεσίας με τους πρωταγωνιστές μας.
Από εκεί και πέρα, η ταινία θα μνημονεύεται αιώνια και για τη σκηνή του φιλιού μεταξύ Μπέργκμαν και Γκραντ, η οποία πήγε ενάντια στον καθωσπρεπισμό των καιρών με το δικό της τρόπο. Ο κώδικας Χέιζ απαγόρευε την απεικόνιση φιλιών που ξεπερνούσαν σε διάρκεια τα 3’’, έτσι ο σκηνοθέτης, προκειμένου να μην περάσει από λογοκρισία, έβαλε τους ηθοποιούς να φιλιούνται για 3’’ και έπειτα να ανταλλάσσουν γλυκόλογα ψιθυριστά εναλλάσσοντας τα φιλιά, δημιουργώντας ουσιαστικά μία σκηνή που ξεπερνούσε σε διάρκεια τα 2’. Προτάθηκε για δύο Όσκαρ, αυτό του Β’ Αντρικού Ρόλου για τον Κλοντ Ρέινς και του Πρωτότυπου Σεναρίου για τον Μπεν Χεχτ, το 2006 επιλέχτηκε από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου και δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στον Αλέξη Μινωτή, που υποδύεται τον μπάτλερ του Αλεξάντερ, Τζόσεφ.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Οι σκέψεις μας για επαναλειτουργία του θερινού σινεμά «Ορφέας», που ξεκίνησαν από το προηγούμενο καλοκαίρι, μπορούν επιτέλους να υλοποιηθούν σε συνεργασία με το Δήμο Άρτας. Ένας χώρος – πολυτέλεια για την πόλη, αξιοποιεί και πάλι μετά από 6 χρόνια τη φυσική του ιδιότητα και εμείς σας καλούμε να τον γεμίσουμε παρέα την Παρασκευή 29 Ιουλίου, με το ξάγρυπνο βλέμμα του Άλφρεντ Χίτσκοκ να μας επιβλέπει!
Από τον Βασίλη Γκορόγια, μέλος της ΚΛΑΡΤ.
Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016, Σινέ Ορφέας
Ώρα: 21:30
Είσοδος ελεύθερη
Κατά καιρούς έχουμε μιλήσει για τις τόσες πολλές εικόνες που ζωγραφίζει στο μυαλό μας η έβδομη τέχνη ανάλογα με την εποχή, τη διάθεση ή το είδος που (εξ)υπηρετεί αλλά όταν μεταφερόμαστε σε χώρους χωρίς ταβάνι, το λόγο, αρχικά, τον έχει το ίδιο το σινεμά σαν κατασκευή. Η κλασσική δομή της σκοτεινής αίθουσας ενισχύεται με τραπεζάκια, ευωδίες από λουλούδια, έναστρο ουρανό και τόσα άλλα που κλέβουν την παράσταση μέχρι να ξεκινήσει να παίζει η ταινία, τα οποία σου εγγυώνται ένα ευτυχισμένο δίωρο για το καλοκαίρι σου. Με λίγα λόγια, όταν αναφερόμαστε στο θερινό σινεμά ο νους μας πάει κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του περιβάλλοντα χώρου και αν αυτή ενισχύεται και από τον μετρ του είδους, Άλφρεντ Χίτσκοκ, εκεί είναι που οι μικρές χαρές της ζωής αποκτούν την πλήρη υπόστασή τους.
Ο πατέρας της Αλίσια Χούμπερμαν (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), όντας γερμανός κατάσκοπος στις ΗΠΑ που βρίσκεται υπό κράτηση, την «αναγκάζει» να λάβει μέρος σε μία αποστολή κατασκοπείας των Ναζί στο Ρίο Ντε Τζανέιρο όπου θα προσπαθήσει να εισβάλλει στη ζωή του παλιού της γνώριμου, Αλεξάντερ Σεμπάστιαν (Κλοντ Ρέινς), έτσι ώστε να αντλήσει πληροφορίες για το τι ετοιμάζουν οι πρώην συνεργάτες του πατέρα της και να εξιλεωθεί, κατά κάποιο τρόπο, για τα ατοπήματα του. Στο πλευρό της βρίσκεται μόνιμα ο αμερικάνος πράκτορας Ντέβλιν (Γκάρι Γκράντ), με τον οποίο αναπτύσσει μία σχέση πάθους που καθορίζει σε πολλά σημεία την εξέλιξη της υπόθεσης. Το σενάριο του Μπεν Χεχτ μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει απλοϊκό αλλά διαθέτει όλα τα κατάλληλα «πιασίματα» που χρειάζεται ο Χίτσκοκ για να μεγαλουργήσει, πετυχαίνοντάς το με το μοναδικό, χαρακτηριστικό του τρόπο.
Θα ήταν τουλάχιστον αφελές να χαρακτηρίσει κάποιος την ταινία ως ένα τυπικό “love story”. Αν αυτή βρισκόταν στα χέρια κάποιου άλλου μπορεί και να εξελισσόταν σε τέτοιο, αλλά η πρωτοποριακή σκέψη του μεγάλου σκηνοθέτη χτίζει ένα πολυδιάστατο φιλμ. Η εξέλιξη της πλοκής είναι τέτοια που σε κάνει να αγωνιάς συνεχώς για την τύχη των πρωταγωνιστών, ενώ ο ρεαλισμός και ο κυνισμός που τη διακρίνουν, σε καμία περίπτωση δεν θα ταίριαζαν σε μια καθημερινή ιστορία αγάπης. Ο Χίτσκοκ φροντίζει με τα κινηματογραφικά του τρικ να μην αφήσεις νύχι για νύχι «αφάγωτο». Πρωτοποριακά πλάνα για την εποχή (ανάποδα, ζουμ σε κομβικά αντικείμενα με φόντο τους πρωταγωνιστές) αλλά και στιγμές αριστοτεχνικά στημένες έτσι ώστε να φλερτάρουν με την παράνοια και τον τρόμο, υπό μία ευρύτερη έννοια, δίνουν μία ξεχωριστή αύρα στην ταινία που τη βοηθούν να ξεφύγει αισθητικά από τη μέση αντίληψη.
Από την άλλη, τα πάντα διαπνέονται από μία αύρα κυνισμού με επίκεντρο, φυσικά, τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Αμφότεροι βρίσκονται σε ένα μεταίχμιο συναισθημάτων το οποίο προσπαθούν να διαχειριστούν για να επιβιώσουν. Η Αλίσια επιτάσσεται να παρουσιαστεί οξυδερκής και πρόθυμη στην αποστολή της, καθοδηγούμενη από το πάθος της για τον πράκτορα Ντέβλιν, ο οποίος οφείλει να διατηρεί μία πιο αμυντική στάση απέναντί της λόγω της θέσης του, ενώ κατά βάθος αναγκάζεται να υποχωρεί σε πολλά σημεία έτσι ώστε όλα να έχουν ένα ευτυχές τέλος. Οι συγκρούσεις αυτές, όμως, δεν περιορίζονται στο κεντρικό ζευγάρι, καθώς τις συναντούμε και σε άλλες περιπτώσεις όπως αυτή του Αλεξάντερ με τη μητέρα του ή τους συνεργάτες του, και της αμερικάνικης υπηρεσίας με τους πρωταγωνιστές μας.
Από εκεί και πέρα, η ταινία θα μνημονεύεται αιώνια και για τη σκηνή του φιλιού μεταξύ Μπέργκμαν και Γκραντ, η οποία πήγε ενάντια στον καθωσπρεπισμό των καιρών με το δικό της τρόπο. Ο κώδικας Χέιζ απαγόρευε την απεικόνιση φιλιών που ξεπερνούσαν σε διάρκεια τα 3’’, έτσι ο σκηνοθέτης, προκειμένου να μην περάσει από λογοκρισία, έβαλε τους ηθοποιούς να φιλιούνται για 3’’ και έπειτα να ανταλλάσσουν γλυκόλογα ψιθυριστά εναλλάσσοντας τα φιλιά, δημιουργώντας ουσιαστικά μία σκηνή που ξεπερνούσε σε διάρκεια τα 2’. Προτάθηκε για δύο Όσκαρ, αυτό του Β’ Αντρικού Ρόλου για τον Κλοντ Ρέινς και του Πρωτότυπου Σεναρίου για τον Μπεν Χεχτ, το 2006 επιλέχτηκε από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου και δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και στον Αλέξη Μινωτή, που υποδύεται τον μπάτλερ του Αλεξάντερ, Τζόσεφ.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Οι σκέψεις μας για επαναλειτουργία του θερινού σινεμά «Ορφέας», που ξεκίνησαν από το προηγούμενο καλοκαίρι, μπορούν επιτέλους να υλοποιηθούν σε συνεργασία με το Δήμο Άρτας. Ένας χώρος – πολυτέλεια για την πόλη, αξιοποιεί και πάλι μετά από 6 χρόνια τη φυσική του ιδιότητα και εμείς σας καλούμε να τον γεμίσουμε παρέα την Παρασκευή 29 Ιουλίου, με το ξάγρυπνο βλέμμα του Άλφρεντ Χίτσκοκ να μας επιβλέπει!
Από τον Βασίλη Γκορόγια, μέλος της ΚΛΑΡΤ.
Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016, Σινέ Ορφέας
Ώρα: 21:30
Είσοδος ελεύθερη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου